- κορασάνι
- το (Μ κορασάνιν)βλ. κουρασάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρασάνι — και κορασάνι, το τοιχοδομικό κονίαμα από τριμμένο κεραμίδι και άμμο, αμμοκονίαμα, αλλ. λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. horasan] … Dictionary of Greek